ἀσυμμέτρου

ἀσυμμέτρου
ἀσύμμετρος
incommensurable
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Αρχύτας ο Ταραντίνος — (περ. 430 – 350 π.Χ.).Πυθαγόρειος φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και πολιτικός. Θεωρείται πνευματικός αρχηγός του νεότερου πυθαγορισμού. Εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, υπήρξε για πολλά χρόνια προεστός και διετέλεσε επτά φορές στρατηγός της… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • οξίμες — Οργανικές ενώσεις που περιέχουν την ομάδα = CNOH, οι οποίες παρασκευάζονται με επίδραση της υδροξυλαμίνης (HO ΝΗ2) επί των ενώσεων που περιέχουν την καρβονυλική ομάδα. R2CO + Η2ΝΟΗ = R2CNOH + Η2Ο. Οι ο. υποδιαιρούνται σε κετοξίμες, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”